Η Ιστορία της Πίτας
Συνέντευξη της Κωνσταντίνας Χασιώτη στο FOOD (Greek pita) στο τεύχος 14 – Μάρτιος 2007
Πως γεννήθηκε η Ελληνική πίτα
Ο Αντώνης Παπαδόπουλος γεννιέται το 1931 στην Άψαλλο Εδέσσης, και το 1944 έρχεται στην Αθήνα μαζί με το αδερφό του Κυριάκο, για να δουλέψουν στο θείο τους τον Λαμπράκη στην Νίκαια, ο οποίος διατηρούσε φούρνο για ψωμί.
Κατά τη διάρκεια της κατοχής, οι Ιταλοί μαθαίνουν στους Έλληνες φουρνάρηδες πως να ετοιμάζουν για αυτούς την αγαπημένη τους παραδοσιακή γαλέτα. Η ελληνική πίτα όπως την ξέρουμε σήμερα, ουσιαστικά είναι μια μίξη μεταξύ αυτής της ιταλικής γαλέτας και ενός είδους ψωμιού που έφτιαχναν στην Μικρά Ασία και έμοιαζε με πίτα. Ο φούρνος του Λαμπράκη, μαζί με τον φούρνο του Χατζή, ήταν οι πρώτοι, που παρήγαγαν την Ελληνική πίτα με τη μορφή που διατηρείται μέχρι τις μέρες μας.
Ο Αντώνης και ο Κυριάκος Παπαδόπουλος δίπλα στον θειο τους, μαθαίνουν τη δουλειά και αποφασίζουν το 1952 να κάνουν τη δική τους μικρή επιχείρηση παραγωγής πίτας στο Παγκράτι. Υπενοικιάζουν ένα φούρνο στον οποίο πηγαίνουν από νωρίς τη νύχτα για να ζυμώσουν, να πλάσουν , να ανοίξουν το ζυμάρι και να ψήσουν τις πίτες στον ξυλόφουρνο.
Κατόπιν, συσκευάζουν τις πίτες σε χάρτινες κούτες και κασόνια και τις διανέμουν με καρότσα, με τρίκυκλο, ακόμα και με τα πόδια. Για τις πιο μακρινές διαδρομές αναγκάζονται να χρησιμοποιήσουν το λεωφορείο ή το τραμ, καθώς το αυτοκίνητο είναι είδος πολυτελείας, πόσο μάλλον τα φορτηγά οχήματα για το εμπόριο.
Η παραγωγή φτάνει τις 200-300 πίτες την ώρα και η τιμή πώλησης είναι 4-5 δεκάρες. Ωστόσο ο φούρνος λειτουργεί κανονικά και αυτό σημαίνει πως η δουλεία των δυο αδελφών, πρέπει να ολοκληρώνεται μέχρι τις 3 το πρωί γιατί εκείνη την ώρα ο φούρναρης ξεκινάει τη διαδικασία για την παραγωγή του άρτου.
Τα επόμενα χρόνια, οι Παπαδόπουλοι μεταφέρονται σε ένα φούρνο στα παλαιά σφαγεία (Πειραιώς και Χαμοστέρνας) και στη συνεχεία σε άλλο μαγαζί στην οδό Ανδρομάχης στην Καλλιθέα. Το μεγάλο άλμα γίνεται το 1961, όταν και ξεκινούν στην Ν. Ζερβού, σε ένα υπερσύγχρονο για την εποχή εργοστάσιο, να παράγουν πίτες και μπισκότα με την ονομασία ΚΑΠ (Κυριάκος-Αντώνης Παπαδόπουλος).
Ο Αντώνης Παπαδόπουλος παρακολουθεί όλες τις εκθέσεις που γίνονται στο εξωτερικό και αφορούν σε μηχανήματα αρτοποιίας, πρώτες ύλες, ζύμη, κ.λπ. Ταξιδεύει σε Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Σουηδία και Ισραήλ, από όπου ξεσηκώνει μια πατέντα που αφορά στο “πάτημα” της πίτας – το οποίο μέχρι τότε γίνεται στο χέρι, με τα δάχτυλα – και την προσαρμόζει στην ελληνική εκδοχή. Οι πίτες πλέον, δεν ψήνονται στο ξυλόφουρνο, αλλά σε μεγάλο ηλεκτρικό φούρνο πάνω σε κυλιόμενη ταινία. Το εργατικό δυναμικό της επιχείρησης αγγίζει τα 90 άτομα και η ημερήσια παραγωγή φτάνει τις 50.000-60.000 πίτες. Το ΚΑΠ είναι το μοναδικό σύγχρονο εργοστάσιο πίτας της εποχής. Όμως οι συνθήκες παραγωγής και διανομής αλλάζουν ριζικά.
Οι Παπαδόπουλοι πραγματοποιούν μεγάλα ανοίγματα στην αγορά και δανείζονται από τις τράπεζες. Ενώ η παραγωγή πηγαίνει πολύ καλά, τα κέρδη ρίχνονται σε αγορά εξοπλισμού και μηχανημάτων για μπισκότα και γαριδάκια. Τελικά, το 1973, οι μεγάλες πιστώσεις προς τους πελάτες, οδηγούν την επιχείρηση σε χρεοκοπία και στην κατάσχεση του κτιρίου. Το πλήγμα είναι μεγάλο για όλη την οικογένεια, που βλέπει τους κόπους μιας ζωής, την ιστορία του ονόματος και τη μεγάλη περιουσία να χάνονται στην κυριολεξία μέσα σε ένα βράδυ.
Ο Αντώνης Παπαδόπουλος, αχώριστος μέχρι το τέλος με τον αδελφό του Κυριάκο, κάνουν κάποιες προσπάθειες για να ορθοποδήσουν, οι οποίες ωστόσο δεν αποδίδουν ιδιαίτερα. Το 1983 η παλιά φουρνιά αποσύρεται απογοητευμένη και η σκυτάλη περνάει στα παιδιά και στους γαμπρούς της οικογένειας, οι οποίοι επιφορτίζονται με το δύσκολο έργο της επαναφοράς των χαμένων ονείρων. Ο Σταυρός Χασιώτης (ο άνδρας της κόρης του Αντώνη Παπαδόπουλου) είναι τελικά αυτός που το καταφέρνει.
Ξεκινώντας σιγά σιγά από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο πρώην υπάλληλος του εργοστάσιου ΚΑΠ, χτίζει την δική του επιχείρηση παραγωγής και εμπορίας πίτας (την εταιρία Πίτες Χασιώτη), η οποία σήμερα βρίσκεται ανάμεσα στις τρεις μεγαλύτερες εγχώριες εταιρίες του κλάδου με ημερήσια παραγωγή 300.000 πιτών και σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα σε χώρες όπως η Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Γερμανία, Αυστρία, Τσεχία, Σλοβακία, Ουγγαρία, Πολωνία, Δανία, Ελβετία, Σουηδία, Νορβηγία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ρουμανία, Βουλγαρία, Σερβία, Β. Μακεδονία, Ρωσία, Αρμενία, Γεωργία, Αυστραλία, Ιαπωνία, Σιγκαπούρη, Αμερική, Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Κύπρος.